- ακόλουθος
- Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από τη Θηβαΐδα και έζησε στην Ερμούπολη της Αιγύπτου επί Μαξιμιανού. Τον συνέλαβαν στα χρόνια του ηγεμόνα Αρριανού, ο οποίος προσπάθησε με κολακείες και απειλές να τον επαναφέρει στην εθνική θρησκεία. Επειδή όμως δεν το κατόρθωσε, διέταξε και του κρέμασαν μια μεγάλη πέτρα στον αυχένα και μετά τον έριξαν στη φωτιά. Η μνήμη του τιμάται στις 19 Μαΐου.
* * *-η, -ο (AM ἀκόλουθος, -ον)1. αυτός που έρχεται μετά από κάτι άλλο, κατοπινός, επόμενος2. αυτός που συμφωνεί με κάτι που προηγήθηκε, συνεπής, σύμφωνος3. το αρσ. ως ουσ. ο ακόλουθοςαυτός που ακολουθεί κάποιον ως υπηρέτης, υφιστάμενος ή απλός συνοδός4. επίρρ. ακολούθωςα) κατόπιν, μετάβ) σύμφωνα μενεοελλ.βαθμός τής δημόσιας υπαλληλικής ιεραρχίας στο διπλωματικό σώμα(αρχ. -μσν.) το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀκόλουθονλογική συμφωνία με κάτι που προηγήθηκε, ακολουθία, αλληλουχίαμσν.το αρσ. ως ουσ. ὁ ἀκόλουθος1. βαθμός τού κατώτερου κλήρου στη Δυτική Εκκλησία, βοηθός ιερέα2. ο αρχηγός τής αυτοκρατορικής σωματοφυλακήςαρχ.1. σύμφωνος, ταιριαστός, αντίστοιχος2. (λογ.) αυτός που συνεπάγεται λογικά, ο επακόλουθος3. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ ἀκόλουθοιαυτοί που ακολουθούν το στράτευμα4. επίρρ. ἀκολούθωςσύμφωνα με τους νόμους τής φύσης.[ΕΤΥΜΟΛ. λ. με ευρεία χρήση τόσο στην αττική και στη μεταγενέστερη πεζογραφία, όσο και στην ποίηση και μάλιστα στην κωμωδία. Ετυμολογικά η λ. είναι σύνθετη από το ἀ- το αθροιστικό και την ετεροιωμένη βαθμίδα θέματος τής λ. κέλευθος «δρόμος» — η μετάπτωση τού θέματος οφείλεται στη σύνθεση (πρβλ. φρὴν-ἄφρων). Επομένως ακόλουθος είναι «αυτός που βαδίζει στον ίδιο δρόμο, ο συνοδός», απ' όπου και η σημασία «σύμφωνος, συνεπής» κατ' επέκταση δε και «ο κατοπινός, ο επόμενος» άρα και «ο βοηθός, ο υπηρέτης».ΠΑΡ. ακολουθία, ακολουθώ.ΣΥΝΘ. ανακόλουθος, συνακόλουθος, φιλακόλουθος].
Dictionary of Greek. 2013.